λακκουβάκια

λακκουβάκια
και λακκουδάκια, τα
παιχνίδι που παίζεται με μικρό τόπι, το οποίο τα παιδιά προσπαθούν να ρίξουν μέσα σε λακκούβες σκαμμένες στο έδαφος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λακκουβίτσα — η 1. μικρή λακκούβα 2. το παιχνίδι λακκουβάκια …   Dictionary of Greek

  • λακκούβα — η 1. λάκκος, γούβα, φυσικό ή τεχνητό κοίλωμα τού εδάφους 2. το παιχνίδι λακκουβάκια. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε από συμφυρμό τών λ. λάκκος + γούβα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”